μεταμέλεια

μεταμελέομαι-οῦμαι

μεταμελητικός
μετα·μελέομαι-οῦμαι, c. μεταμέλω (seul. prés.) Hpc. Ep. 9, 420 Littré ; Plut. M. 5, et impf. μετεμελούμην, Sch.-Ar. Pax 363.