Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μεταμελέομαι-οῦμαι
μεταμελητικός
μεταμελίη
μεταμελητικός,
ή, όν,
porté à se repentir,
Arstt.
Nic.
7, 8, 9
.
Étym.
μεταμέλομαι
.