Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μεταπτωτικός
μετάπτωτος
μεταπτώτως
μετάπτωτος,
ος, ον,
c. le préc.
Plut.
M.
447
a
;
M. Ant.
5, 10
.
Étym.
μεταπίπτω
.