μετάπτωσις

μεταπτωτικός

μετάπτωτος
μεταπτωτικός, ή, όν :
1 changeant, inconstant, M. Ant. 11, 10 ; Clém. 468 ||
2 t. de pros., en parl. de la quantité d’une voyelle, commun, DH. Comp. 14.
Étym. μετάπτωτος.