μεταρρυθμίζω

μεταρσιολέσχης

μεταρσιολεσχία
μεταρσιο·λέσχης, ου () qui bavarde dans les nuages, c. à d. sur des questions ardues ou inabordables, Plat. Sis. 359a.
Étym. μετάρσιος, λέσχη.