μεταρσιολέσχης

μεταρσιολεσχία

μεταρσιολογικός
μεταρσιολεσχία, ας () bavardage dans les nues, c. à d. sur des questions ardues ou inabordables, Plut. Per. 5 ; DL. 5, 43.
Étym. v. le préc.