μεταρσιολεσχία

μεταρσιολογικός

μετάρσιος
μεταρσιο·λογικός, ή, όν, qui traite de questions dans les nues, Th. (DL. 5, 44) v. les préc.
Étym. μ. λόγος ; cf. μετεωρολογικός.