μετεωρόθηρος

μετεωροκοπέω-ῶ

μετεωρολεσχέω-ῶ
μετεωρο·κοπέω-ῶ, battre les airs, c. à d. se perdre dans les nuages, disserter à perte de vue, Ar. Pax 92.
Étym. μ. κόπτω.