μετεωροκοπέω-ῶ

μετεωρολεσχέω-ῶ

μετεωρολέσχης
μετεωρολεσχέω-ῶ, disserter ou bavarder à perte de vue, Plut. M. 400e ; Phil. 1, 581.
Étym. μετεωρολέσχης.