μετεωρολογέω-ῶ

μετεωρολογία

μετεωρολογικός
μετεωρολογία, ας () recherche ou traité sur les corps ou les phénomènes célestes, Plat. Phædr. 270a ; Plut. Per. 5.
Étym. μετεωρολόγος.