μετεωρολέσχης

μετεωρολογέω-ῶ

μετεωρολογία
μετεωρολογέω-ῶ, disserter sur les corps ou les phénomènes célestes, Plat. Ax. 370e ; Luc. Nec. 21.
Étym. μετεωρολόγος.