Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μετεωροποιέω-ῶ
μετεωροπολέω-ῶ
μετεωροπόλος
μετεωροπολέω-ῶ,
s’occuper des choses célestes,
Phil.
1, 101
.
Étym.
μετεωροπόλος
.