Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μετεωροπολέω-ῶ
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω-ῶ
μετεωρο·πόλος,
ου
(
ὁ, ἡ
)
qui s’occupe des choses célestes,
Phil.
1, 598
.
Étym.
μετέωρος, πολέω
.