μετεωροπολέω-ῶ

μετεωροπόλος

μετεωροπορέω-ῶ
μετεωρο·πόλος, ου (ὁ, ἡ) qui s’occupe des choses célestes, Phil. 1, 598.
Étym. μετέωρος, πολέω.