Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μετεωροπορέω-ῶ
μετεωροπόρος
μετεωρόρριζος
μετεωρο·πόρος,
ος, ον,
qui s’élance dans les régions élevées,
fig.
Nyss.
1, 2
.
Étym.
μ. πορέω
.