μετεωροπόλος

μετεωροπορέω-ῶ

μετεωροπόρος
μετεωροπορέω-ῶ, aller à travers les airs, Plat. Phædr. 246c ; Philstr. V. Ap. 3, 15 ; El. N.A. 3, 45, etc.
Étym. μετεωροπόρος.