μεθορκόω-ῶ

μεθορμάομαι-ῶμαι

μεθορμέω-ῶ
μεθ·ορμάομαι-ῶμαι (ao. μεθωρμήθην) poursuivre, se jeter sur, acc. Il. 20, 192 ; Od. 5, 325.
Étym. μ. ὁρμάω.