μεθορμάομαι-ῶμαι

μεθορμέω-ῶ

μεθορμίζω
μεθ·ορμέω-ῶ (inf. ao. μεθορμῆσαι) c. le suiv. Xén. Hell. 2, 1, 25.
Étym. corr. μεθορμίσαι.