μεθύπαρξις

μεθυπῖδαξ

μεθυπλανής
μεθυ·πῖδαξ, ακος (ὁ, ἡ) [ῠῑᾰ] d’où le vin jaillit comme d’une source, Anth. 6, 22.
Étym. μέθυ, πῖδαξ.