μεθυπλανής

μεθυπλήξ

μεθυποδέομαι-οῦμαι
μεθυ·πλήξ, ῆγος (ὁ, ἡ) atteint par l’ivresse, Call. fr. 223 ; A. Pl. 306.
Étym. μέθυ, πλήσσω.