μεθύσκω

μέθυσμα

μεθυσοκότταϐος
μέθυσμα, ατος (τὸ) boisson enivrante, Phil. 1, 352 ; Spt. 1 Reg. 1, 15 ; Jer. 13, 13.
Étym. μεθύσκω.