μέθυσος

μεθύστερος

μεθυστής
μεθ·ύστερος, α, ον, postérieur : οἱ μεθύστεροι, Eschl. Sept. 581, les descendants, la postérité ; τὸ μεθύστερον, Soph. Ph. 1133, dorénavant ; adv. μεθύστερον, Hh. Cer. 205 ; Eschl. Ch. 516, plus tard.
Étym. μ. ὕστερον.