μεθήκω

μεθηλικιόομαι-οῦμαι

μεθηλικίωσις
μεθ·ηλικιόομαι-οῦμαι [ῐκ] passer d’un âge à un autre, Bas. 2, 25 Migne.
Étym. μετά, ἡλικία.