μεθηλικιόομαι-οῦμαι

μεθηλικίωσις

μέθημαι
μεθηλικίωσις, εως () [ῐκ] passage d’un âge à un autre, Bas. 1, 493 ; 2, 25 Migne.
Étym. μεθηλικιόομαι.