μετοικίζω

μετοικικός

μετοίκιον
μετοικικός, ή, όν :
1 qui jouit du droit de cité comme les métèques, Luc. Lex. 25 ||
2 étranger domicilié, Plut. Alc. 5.
Étym. μέτοικος.