μέτοικος

μετοικοφύλαξ

μετοιστέον
μετοικο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] magistrat chargé du service concernant les métèques, à Athènes, Xén. Vect. 2, 7.
Étym. μέτοικος, φύλαξ.