μέτριον

μετριοπάθεια

μετριοπαθέω-ῶ
μετριο·πάθεια, ας () [πᾰ] modération dans les passions ou les sentiments, Ps.-Archyt. p. 41, 16 ; Plut. M. 1119c.
Étym. μετριοπαθής.