Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μετριοπαθέω-ῶ
μετριοπαθής
μετριοπαθῶς
μετριο·παθής,
ής, ές
[
ᾰ
] modéré dans ses passions
ou
ses sentiments,
DL.
5, 31 ;
τὸ μετριοπαθές,
DH.
8, 61,
c.
μετριοπάθεια
.
Étym.
μέτριος, πάθος
.