μετριοφρονέω-ῶ

μετριοφροσύνη

μετριόφρων
μετριοφροσύνη, ης () [] modération de sentiments, modestie ; Chrys. 3, 428 ; Simpl. Epict. p. 249 Schweigh.
Étym. μετριόφρων.