Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μετριοφροσύνη
μετριόφρων
μετριόω-ῶ
μετριό·φρων,
ονος
(
ὁ, ἡ
)
modéré, modeste,
Nyss.
1, 250
.
Étym.
μέτριος, φρήν
.