μικροπολιτεία

μικροπολίτης

μικροπολιτικός
μικρο·πολίτης, ου [ῑῑ] citoyen ou habitant d’une petite ville, Ar. Eq. 817 ; Xén. Hell. 2, 2, 10 ; Eschn. 44, 4.