μικροπόνηρος

μικροπρέπεια

μικροπρεπεύομαι
μικροπρέπεια, ας () [] petitesse d’esprit ou de caractère, mesquinerie, esprit de chicane, Arstt. Nic. 2, 7 ; 4, 2 ; Rhet. 1, 9, 2.
Étym. μικροπρεπής.