μικρόσοφος

μικρόσπερμος

μικρόσπλαγχνος
μικρό·σπερμος, ος, ον, qui a de petites graines ou peu de graines, Th. H.P. 8, 2, 5, au cp. -ότερος.
Étym. μ. σπέρμα.