Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μικρόσπερμος
μικρόσπλαγχνος
μικρόστηθος
μικρό·σπλαγχνος,
ος, ον,
qui a les entrailles petites,
Gal.
5, 121
.
Étym.
μ. σπλάγχνον
.