μιμία

μιμίαμϐοι

μιμικός
μιμ·ίαμϐοι, ων (οἱ) [ῐμ] mimes en vers ïambiques, E. Byz. vo Μεγάλη πόλις ; A. Gell. 20, 9.
Étym. μῖμος, ἴαμϐος.