μιμίαμϐοι

μιμικός

μιμνάζω
μιμικός, ή, όν [ῑμ] qui concerne les mimes ou l’art des mimes, d’où bouffon, indécent, Cic. de Or. 2, 59 ||
Cp. μιμικώτερος, D. Phal. 151.
Étym. μῖμος.