Μινυαμάχος

μινυανθής

Μινύας
μινυ·ανθής, ής, ές [] qui fleurit peu de temps : μινυανθὲς τρίφυλλον, ou simpl. τὸ μινυανθές, Th. H.P. 4, 10, 4 ; Nic. Th. 522, trèfle d’eau ; fig. en parl. de l’amitié, Max. π. κατ. 76.
Étym. μινύθω, ἄνθος.