Μινύκιος

μίνυνθα

μινυνθάδιος
μίνυνθα [ῐᾰ] adv.
1 peu ou un peu, Il. 4, 466 ; Od. 8, 315, etc. ||
2 pour peu de temps, Il. 1, 416, etc. ; Od. 15, 493, etc.
Étym. μινύθω.