μίνυνθα

μινυνθάδιος

μινύριγμα
μινυνθάδιος, α, ον [ῐᾰ] qui dure peu, Il. 4, 478, etc. ; particul. qui vit peu, Il. 1, 352, etc. ; Od. 11, 307, etc. ||
Cp. -ώτερος, Il. 22, 54.
Étym. μίνυνθα.