μινύρομαι

μινυρός

μινυώριος
μινυρός, ά, όν [ῐῠ] qui murmure d’une voix plaintive, qui gémit doucement, Thcr. Idyl. 13, 12 ; fig. Eschl. Ag. 1165.
Étym. μινύθω.