μιξάνθρωπος

μιξαρχαγέτας

μιξέλλην
μιξ·αρχαγέτας, α () [ᾱγᾱ] dor. demi-dieu fondateur, n. argien de Castor, Plut. M. 296f.
Étym. μίξ, *ἀρχηγέτης.