μιξαρχαγέτας

μιξέλλην

μιξεριφαρνογενής
μιξ·έλλην, ηνος () à moitié Grec, Hld. 9, 24 ; d’ord. au pl. Pol. 1, 67, 7.
Étym. μίξ, Ἕλλην.