μῖξις

μιξοϐάρϐαρος

μιξοϐόας
μιξο·ϐάρϐαρος, ος, ον [ᾰρο] moitié barbare, Eur. Ph. 138 ; Xén. Hell. 2, 1, 15 ; Plat. Menex. 245d.
Étym. μίγνυμι, β.