μόγις

μογισαψεδάφα

μόγος
μογισ·αψ·εδάφα, ion. μογισαψεδάφη, ης [ῐᾰφ] adj. f. qui ne touche le sol qu’en souffrant, Luc. Trag. 200.
Étym. μόγις, ἅπτω, ἔδαφος.