Μοίριχος

μοιρογνωμόνιον ὄργανον

μοιρογραφία
μοιρο·γνωμόνιον ὄργανον (τὸ) instrument pour mesurer les degrés, t. de math. Ptol. Math. synt. p. 121.
Étym. μοῖρα, γνώμων.