Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μοιρογνωμόνιον ὄργανον
μοιρογραφία
μοιροδοκέω-ῶ
μοιρο·γραφία,
ας
(
ἡ
)
[
ᾰφ
] description des parties,
Ptol.
Tetr.
47
.
Étym.
μοῖρα, γράφω
.