μονόχηλος

μονοχίτων

μονοχορδίζω
μονο·χίτων, ωνος (ὁ, ἡ) [] vêtu seulement d’une tunique, Arstt. Ath. 25, 3 ; Pol. 14, 11, 2 ; Luc. Cron. 11 ; Ath. 589f.
Étym. μ. χιτών.