Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλης
μονό·παις,
-παιδος
(
ὁ, ἡ
)
enfant unique,
Eur.
Alc.
906
.
Étym.
μ. παῖς
.