μονοφανής

μονόφθαλμος

μονόφθογγος
μον·όφθαλμος, ος, ον, qui n’a qu’un œil, Str. 70 ||
E Ion. μουνόφθαλμος, Hdt. 3, 116 ; 4, 13 et 27, etc.
Étym. μ. ὀφθαλμός.