μονόφθαλμος

μονόφθογγος

μονόφορϐος
μονό·φθογγος, ος, ον, qui n’a qu’un son, qui a un son simple, p. opp. à δίφθογγος, Théodos. 1031, 18.
Étym. μ. φθέγγω.