Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μονοστροφικῶς
μονόστροφος
μονοσυλλαϐέω-ῶ
μονό·στροφος,
ος, ον,
qui n’a qu’une roue,
Th.
H.P.
5, 7, 6
vulg. ;
μονότροχος
conj.
Étym.
μ. στρέφω
.